των Τόμας
Αναστασίου, Θοδωρή Ράδη
(από το τεύχος 3 του "lgbt-Κόκκινο", Ιούνιος 2014)
Λαμβάνοντας υπόψη τη κριτική που
έχει αναπτυχθεί στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας της
εκπαίδευσης έχουμε προ πολλού καταλήξει σε κάποια πολύ βασικά συμπεράσματα για
τα χαρακτηριστικά των εκπαιδευτικών συστημάτων ανά τον κόσμο. Ειδικότερα, έχει
υποστηριχθεί ότι ο θεσμός του σχολείου λειτουργεί υπό την καθοδήγηση της
καθεστηκυίας τάξης προβάλλοντας ως κύριο μέλημα ή στόχο τη διαμόρφωση της εθνικής
ταυτότητας. Από την άλλη πλευρά σύγχρονες ανθρωπολογικές έρευνες στον ελλαδικό
χώρο επεσήμαναν ότι δεν υπάρχει μια ενιαία αντίληψη για το τι θεωρείται
ελληνισμός, αλλά υφέρπουν πολιτισμικά στοιχεία που παραπέμπουν σε πολλαπλές
τοπικότητες.
Η έννοια της εθνικής ταυτότητας
είναι κυρίως μια αγωνία των εθνικών κρατών να υποβιβάζουν οποιαδήποτε μη
«κανονική» άποψη που δεν διασφαλίζει τη γραμμική σχέση του παρόντος χρόνου με
το παρελθόν. Επιπλέον, έχει αναλυθεί ότι η ιστορική μνήμη είναι βαθύτατα
εκλεκτική, φαντασιακή και σε πολλές περιπτώσεις ολισθαίνει στην αυθαιρεσία. Τα
εκπαιδευτικά συστήματα έπαιξαν και παίζουν το ρόλο του διαμορφωτή μιας πλαστής
αντίληψης για το τι είναι κανονικό και παράλληλα του κατασκευαστή της εναλλακτικότητας των
διαφορετικών φωνών. Ο πολιτισμός περί εθνικού εαυτού βασίστηκε στην ανάδειξη
συγκεκριμένων τύπων οικογένειας με το να προβάλλεται ο ελληνισμός ως μια μορφή
αγίας ελληνικής οικογένειας. Η προγονολατρεία οδήγησε στο εφεύρημα μιας βαριάς
ιστορίας που καταπλακώνει, όχι μόνο τις επιχώριες διαφορετικότητες, αλλά και
τους εαυτούς ημών σε σχέση με το τι θεωρείται μη εθνικό.
Μια πτυχή αυτής της κατάστασης είναι η ενίσχυση της
ετεροκανονικότητας που θεωρήθηκε ως το βασικό συστατικό στοιχείο αυτής της συμπύκνωσης. Πρόκειται δηλαδή για
ένα πάκτωμα που σκέπασε οτιδήποτε δεν προσιδιάζει σε αυτή την κυρίαρχη και
κυριαρχική αντίληψη περί εθνικού εαυτού. Το επισημαίνουμε αυτό, διότι θεωρούμε
ότι το ΛΟΑΤ κίνημα στην Ελλάδα δεν έχει μόνο να αντιμετωπίσει τις παρούσες
κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες, αλλά και να αναδείξει ιστορικές
ανακρίβειες, ερμηνείες και παρερμηνείες
στο βέλος του χρόνου (κουλτούρα της ντροπής και της αμαρτίας για την ομοφυλοφιλία
στην αρχαία Ελλάδα, του βέβηλου και του μιαρού στον αντίποδα του αγνού, τίμιου
ελληνορθόδοξου ετεροκανονικού λόγου, δίκην αρχαιολογίας του προπατορικού
αμαρτήματος κ.ά.).
Μπορεί σε πρώτη ανάγνωση να
φαίνεται ότι το θέμα αυτό είναι ένα περιφερειακό ζήτημα της κοινωνικής μας
ιστορίας, όμως πρέπει να σημειωθεί τι πολιτικά παιχνίδια παίχτηκαν στη νεότερη
και σύγχρονη ιστορία μας γύρω από τις έννοιες ελληνισμός (ο) και ρωμιοσύνη (η).
Διαμορφώθηκε, λοιπόν, σταδιακά από την εποχή της προεπιστημονικής λαογραφίας ο
αρσενικός και ο θηλυκός μας εαυτός. Πρόκειται για ένα ενεργο-παθητικό δίπολο
που ανάλογα με τα κυρίαρχα πολιτικά παιχνίδια διαμόρφωσε τη σχέση της Ελλάδας
με την Ευρώπη. Η Ελλάδα είναι μια από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη που
υποχρεώθηκε από τη κυρίαρχη Δύση να αποδείξει ότι δεν «μιάνθηκε» από τον
τουρκικό πολιτισμό. Οι Έλληνες πολιτικοί στην προσπάθειά τους να αποδείξουν την
απευθείας καταγωγή μας από τους αρχαίους Έλληνες, σχεδίασαν εκπαιδευτικά
προγράμματα προσανατολισμένα σε μια εθνική «ολοκλήρωση», ωσάν ο ελλαδικός χώρος να είναι ένα ομοιογενές
ετεροκανονικό σώμα. Με άλλα λόγια οδηγηθήκαμε σε μια γενικευμένη ομοφοβική
στάση που δεν αναφέρεται αποκλειστικά στα ΛΟΑΤ άτομα, αλλά κυρίως στον τρόπο με
τον οποίο διαπραγματευόμαστε τη σχέση μας με άλλους πολιτισμούς. Ο χρυσαυγητισμός
ενυπήρχε ως στρατηγική διατύπωσης των εθνικών ορίων και όρων διαπραγμάτευσης
και για τον λόγο αυτό, ενώ υπήρχαν και υπάρχουν δυνατές μορφές προσωπικής
αντίστασης, δεν έχουμε καταφέρει να αναπτύξουμε μορφές συλλογικής δράσης και
πλατιές διεκδικήσεις προς την κατεύθυνση της άρσης προκαταλήψεων και
στερεοτύπων περί ομοφυλοφιλίας. Δεν υπήρξε, δηλαδή, σύνδεση των πολιτικών
επιλογών με τα διαμορφωμένα κάθε φορά κοινωνικοπολιτισμικά συμφραζόμενα και οι
συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις επιβλήθηκαν στο πλαίσιο του ηγετισμού και της
ατομικής «ευθύνης» των πολιτικών του αθηναϊκού κράτους.
Το εκπαιδευτικό σύστημα βασίστηκε
στην στερέωση συγκεκριμένων γραμμικών συσχετισμών επιβάλλοντας την άποψη ότι ο
ελληνισμός δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά καθ’ ολοκληρία ετεροκανονικός ,
ως μια σχέση αιτίας –αποτελέσματος. Εφαρμόστηκαν άκαμπτα και αρτηριοσκληρωτικά
ιστορικά μοντέλα (paradigms) καταλήγοντας σε ένα σχολείο της αποστήθισης και της εξέτασης
τοποθετώντας αυτά τα δύο εξουσιαστικά εργαλεία ως τα απόλυτα αποδεικτικά
στοιχεία που επικυρώνουν την απόκτηση γνώσεων. Υποβιβάστηκε με αυτόν τον τρόπο
η λειτουργία του σχολείου ως τόπου κοινωνικότητας. Αυτή η εμμονή στην απόδειξη
μιας συγκεκριμένης ιστορικότητας περιόρισε την κριτική σκέψη και ενοχοποίησε την
έννοια του υποκειμένου, δημιουργώντας μια κατάσταση περιχαράκωσης που
επιδεινώνεται στις λυκειακές τάξεις, όπου δεν υπάρχει κανένα περιθώριο έκφρασης
συναισθημάτων, εγκλωβίζοντας εκπαιδευτικούς, μαθητές/μαθήτριες και γονείς. Ενώ
στη διεθνή βιβλιογραφία είναι κοινός τόπος ότι δεν υπάρχει μια ομοιογενής
αντίληψη για το τι είναι σχολική ζωή, σε αντίστοιχες έρευνες στην Ελλάδα δεν
μπορούμε με ασφάλεια να καταλήξουμε σε παρόμοιο συμπέρασμα. Ο συγκεντρωτισμός
του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος είναι ένας από τους πολλούς παράγοντες
που εμποδίζει την ανταλλαγή εμπειριών, την ανάπτυξη, δηλαδή, ενός διαρκούς
διαλόγου για τους διάφορους τύπους σεξουαλικότητας. Δεν είναι τυχαίο που στην Ελλάδα λόγω των λαϊκίστικων πολιτικών
οι ουμανιστικές αντιλήψεις για εκδημοκρατισμό της κοινωνίας δεν έχουν το απαιτούμενο
κοινωνικό έρεισμα. Συνεπώς, το ΛΟΑΤ κίνημα στην Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει ένα
πλήθος δεινών, μια λερναία ύδρα όπου ένα από τα πιο σημαντικά της όπλα είναι οι
κλειστές εν τέλει εκπαιδευτικές δομές της χώρας. Είναι μια πάλη μεταξύ της
κοινωνίας και ενός στρεβλού κρατισμού που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να
αντιμετωπιστεί μόνο ενδοσχολικά. Όπως για παράδειγμα είναι λάθος να θεωρούμε
ότι η ενδοσχολική βία αφορά μόνο τη ζωή μέσα στο σχολείο, έτσι ακριβώς πρέπει
να δούμε ποια είναι τα πλοκάμια των ετεροκανονικών αντιλήψεων πέρα από τα στενά
όρια του σχολείου. Η παρούσα οικονομική συγκυρία ενδεχομένως να λειτουργήσει
υποστηρικτικά προς την εμφάνιση των δικτύων και των ρηγματώσεων που θα
διαρρήξουν το συμπαγές του εκπαιδευτικού συστήματος. Η σύγχρονη ελληνική τέχνη μπορεί να μας δώσει
τέτοια παραδείγματα, αρκεί να χρησιμοποιηθούν ως προς τους πολιτικούς
προσδιορισμούς της αντίστασης. Τότε, θα γίνει ευρύτερα γνωστό ότι αυτές οι αποκαλούμενες υποκουλτούρες είχαν και έχουν μεγαλύτερη διάχυση και
ότι μπορούν να λειτουργήσουν προς την ενδυνάμωση των κοινωνικών σχέσεων. Το
διακύβευμα σε κάθε περίπτωση είναι το κατά πόσο η αριστερά θα κατορθώσει
να συμπεριλάβει περισσότερους τύπους
κοινωνικής αντίστασης λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω παραμέτρους και πόσο χώρο
θα διαθέσει σε τέτοιου είδους ζητήματα συνδυάζοντας την ταξική πάλη με
συμπεριληπτικού τύπου προτάγματα, όπως και τα ζητήματα σεξουαλικού
προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου προς μια διαρκή ταυτοποίηση (identification) των σχέσεων της Ελλάδας με το
εξωτερικό. Δεν εννοούμε βέβαια ότι πρέπει να μην υπάρχει καμία υπογράμμιση
συγκεκριμένων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, αλλά εννοούμε ότι οφείλουμε να
προσμετράμε όσο το δυνατόν ενισχυτικά στοιχεία ενός πολλαπλού πολιτισμικού
συ-σχετισμού.
Θεωρούμε ότι αυτό μπορεί να
επιτευχθεί όχι μόνο με τις μαχητικές κι αγωνιστικές πιέσεις του ΛΟΑΤ κινήματος,
αλλά και με την αποδοχή -εκ μέρους του κόσμου της αριστεράς- της αναγνώρισης
της υποκειμενικοποίησης και ταυτόχρονα της σύνθεσης των προαναφερθέντων
αιτημάτων. Ίσως τότε θα οδηγηθούμε στο ουτοπικό, για τους πολλούς, ζήτημα της
απελευθέρωσης, που υπακούει σε πολύ συγκεκριμένες αρχές: την αρχή της
εμπιστοσύνης, της αμοιβαιότητας και της ενδυνάμωσης των μερών, που τόσο πολύ
ανάγκη έχουμε όχι μόνο στις διεκδικήσεις του ΛΟΑΤ κινήματος… Για την
απελευθέρωση στο κυριαρχικό επιβαλλόμενο δίπολο της τιμής/ντροπής του εθνικού
εαυτού, για την απελευθέρωση από την τιμή/ντροπή για το σώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου