του Δημήτρη Βασιλειάδη
(από το τεύχος 3 του "lgbt-Κόκκινο", Ιούνιος 2014)
Σε αυτό το άρθρο θα προσπαθήσω να παρουσιάσω τι ΔΕΝ είναι η τραγουδίστρια
που κέρδισε το γνωστό διαγωνισμό τραγουδιού, σχολιάζοντας τις βασικότερες – από
όσες υπέπεσαν στην αντίληψή μου – πολεμικές/κριτικές προς το πρόσωπό –ειρωνικά
κυριολεκτική η έκφραση εδώ!- της. Ο λόγος που θα προσδιορίσω την Κοντσίτα με
τρόπο αρνητικό είναι ακριβώς επειδή ένα υποκείμενο δεν είναι ποτέ ένα πράγμα,
ένα στοιχείο, μια διάσταση. Αποκλείοντας αυτά που με βεβαιότητα δεν βλέπουμε,
αφήνουμε καθετί άλλο στη γοητευτική -καθότι ανθρώπινη- πραγματικότητα της
υλοποιημένης ή δυνητικής πολλότητας.
Στην προσπάθειά μου να συγκροτήσω τη θεωρητική μου πλατφόρμα θα επικαλεστώ
την Τζούντιθ Μπάτλερ και τις δικές της αναφορές, καθώς χάρη σε εκείνη μπορούμε
πλέον να κατανοήσουμε τα φύλα ως πραγματικότητες χωρίς καμμία απολύτως ουσία,
ως επιτελέσεις, δηλαδή ως δημιουργήματα λογοθετικών και παραστασιακών
διαδικασιών. Με τρόπο πολύπλοκο και σε διάλογο με τις σημαντικές περί φύλων και
σεξουαλικοτήτων τοποθετήσεις που προηγήθηκαν – που σημαίνει: αν αυτά που θα
διαβάσεις ότι ισχυρίστηκε η Μπάτλερ σου φαίνονται αυθαίρετα, ίσως είναι επειδή
δεν ξέρεις το όλο θέμα, όχι επειδή είναι όντως αυθαίρετα - η Μπάτλερ εξηγεί ότι ο πολιτισμός μας
συνέχεται από ένα πλέγμα ετεροκανονικότητας το οποίο βασίζεται σε τρεις
διακριτές μεταξύ τους φάσεις: τα σώματα (βιολογικό φύλο) τους έμφυλους ρόλους
(κοινωνικό φύλο) και την επιθυμία και την έκφρασή της (σεξουαλικότητα).
Ετεροκανονικότητα είναι το ρυθμιστικό πλαίσιο κοινωνικής δράσης που
αναπτύσσεται γύρω από τη γραμμική σύνδεση των τριών, ήτοι γεννήθηκες με σώμα
αρσενικού, είσαι άντρας (με ό,τι αυτό σημαίνει σε κάθε εποχή) και επιθυμείς
γυναίκες, δηλαδή θηλυκά σώματα με το κοινωνικό φύλο «γυναίκα». Συγκεκριμένα, η
Μπάτλερ αμφισβητεί ότι η ανθρώπινη βιολογία είναι μια ασήμαντη υλικότητα και
υποστηρίζει ότι ο λόγος για τα σώματα τα εμφυλοποιεί ήδη. Με άλλα λόγια, ότι η
αναγνώριση των σωμάτων ως αρσενικά ή θηλυκά εμπεριέχει ήδη την εμφυλοποίησή
τους, δηλαδή τα επενδύει με προσδοκίες κοινωνικών ρόλων ως προς το –εσφαλμένα
νοούμενο ως προκοινωνικό- φύλο τους, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν τη
σεξουαλικότητα. Αυτό το (πολύ απλά αναπτυγμένο) σχήμα είναι που εμπερικλείει τη
διανοητότητα περί φύλων. Καθετί έξω από αυτό είναι αδιανόητο, το οποίο, με
όρους καθημερινότητας, σημαίνει ότι το ερμηνεύουμε με αρνητική/υποτιμητική
συνδήλωση. Έτσι, θεωρούμε ανώμαλους τους άντρες που πάνε με μη εγχειρισμένες
τρανς, ή τις γυναίκες που επιλέγουν να εμφανίζονται με έντονη αρρενωπότητα.
Προδικάζουμε ως γκέι τους άντρες που φροντίζουν πολύ το σώμα τους, ή ως λεσβίες
τις γυναίκες που είναι πολύ δυναμικές και ταυτόχρονα δεν βάφονται, δεν
στολίζονται, και φορούν παντελόνια. Για να δικαιώσουμε ακόμα περισσότερο το
επιχείρημα, ας σκεφτούμε ότι γενικότερα η επιθυμία μας συνυφαίνεται με
κοινωνικές αξιολογήσεις και όχι μόνο αναφορικά με έμφυλες διαφορετικότητες: δεν
βλέπουμε διαστροφή όταν, ας πούμε, μια γυναίκα πολύ νεαρής ηλικίας επιθυμεί
έναν άντρα ηλικιωμένο; Δεν αναζητάμε «λογικές» εξηγήσεις ως προς το εισόδημα
του άντρα αυτού, ή το πόσο εύκολη είναι η γυναίκα, ή, οι πιο «ψαγμένοι/ες», τη
σχέση που είχε η γυναίκα με τον πατέρα της; Ας παραδεχθούμε, επιτέλους, ότι
εκεί που τελειώνει η αποδοχή βλέπουμε ορθολογικές εξηγήσεις, όχι τα όριά μας.
Ας δούμε, όμως, τώρα τι ΔΕΝ είναι η Κοντσίτα:
Επικαλούμενος την έννοια του βιολογικού φύλου ως μυθοπλασία, ισχυρίζομαι
ότι η Κοντσίτα ΔΕΝ είναι ατυχής/ελλιπής εκδοχή γυναίκας. Διάβασα κάπου ότι θα
πρέπει να είμαστε ανεκτικοί/ές προς κάθε Κοντσίτα, επειδή κάποιες γυναίκες γεννιούνται
με έντονη τριχοφυΐα σε εμφανή σημεία. Το επιχείρημα αυτό, αναλυόμενο, σημαίνει
ότι η παραχώρηση της ιδιότητας του φύλου είναι φιλανθρωπία! Δηλαδή, όχι απλώς
το φύλο είναι κάτι σαν προνόμιο το οποίο μπορεί να συλληφθεί σε μια τελειότητα
–άρα, συνεκδοχικά, έχει και ατελείς εκδοχές- αλλά η ανθρώπινη κοινωνία καλείται
να δείξει κατανόηση όταν δεν έχει επιτευχθεί αυτή η τελειότητα και, κάνοντας
επίδειξη ανωτερότητας, να μη στιγματίσει τα ατελή υποκείμενα. Και λέω εγώ:
κουραφέξαλα! Οι θηλυκότητες εν έτει 2014 είναι πολύ διαφορετικές από τις
αντίστοιχες του, ας πούμε, 1768 (τυχαία χρονολογία). Οι «σεξοβόμβες» του 1768
θα ήταν, μάλλον, θλιβερά όντα το 2014. Και το αντίστροφο. Ευτυχώς που υπάρχει
και η ανθρωπολογία και η εθνογραφία και ξέρουμε πολύ καλά ότι ΟΥΤΕ οι έμφυλοι
ρόλοι που καλείται να διαδραματίσει ένα υποκείμενο, ΟΥΤΕ οι σεξουαλικές
πρακτικές είχαν παντού και πάντα την ίδια σημασία. Και, βεβαίως, ούτε η περί
φύλων αισθητική. Ναι, είναι αλήθεια ότι στα τσίρκο του 19ου αιώνα υπήρχαν
γυναίκες με μούσια [ή άλλα «τερατώδη»(=αρρενωπά) χαρακτηριστικά] αλλά αυτό δεν
συνέβαινε λόγω μιας διαχρονικής, σταθερής αντίληψης περί του αντιαισθητικού,
αλλά λόγω μιας διαχρονικής, σταθερής ανισότητας μεταξύ αντρών και γυναικών, με
τους πρώτους να έχουν τη δυνατότητα να ορίζουν τη χρήση του σώματος των
δεύτερων, είτε με όρους επιβολής, είτε με όρους ηγεμονίας (=συναίνεση στην
καταπίεση από πλευράς των καταπιεζομένων). Επομένως, η αποδοχή όλων των
υποκειμενικοτήτων ως προς τον φαινότυπο του φύλου τους είναι ζήτημα ισότητας
και η ισότητα είναι πολιτικό αίτημα, όχι ψυχολογική ανάγκη εκτόνωσης ενοχικών
συμπλεγμάτων. Οποιοδήποτε πλάσμα είναι σαν την Κοντσίτα γίνεται αποδεκτό άνευ
όρων, ενώ είναι αδιάφορο αν επέλεξε αυτήν την εικόνα ή όχι, εφόσον η
υποκειμενικότητα, ως πολλότητα, δομείται έτσι κι αλλιώς και με συνειδητούς και
με μη συνειδητούς τρόπους.
Το τελευταίο επιχείρημα με οδηγεί να ισχυριστώ ότι η Κοντσίτα ΔΕΝ είναι ένα
πλέγμα καταναλωτικών προτύπων και μόνο. Εννοώ ότι δεν μπορεί να υποβιβάζεται σε
κάτι τέτοιο, γιατί τότε εκλαμβάνεται μόνο ως σύμβολο και απολύει όλη της την
ανθρώπινη διάσταση. Προσοχή: μπορεί η Κοντσίτα να είναι δημιούργημα του Tom (με
επώνυμο που δεν ξέρω να προφέρω) αλλά, υπενθυμίζοντας την Μπάτλερ, συγκροτεί
παραστασιακά (=επιτελεί) το φύλο της, δηλαδή είναι αδιάφορο από πλευράς φύλων
αν το πλάσμα αυτό είναι πραγματικό ή όχι, εφόσον οι διαδικασίες επιτέλεσης
συμβαίνουν έτσι κι αλλιώς και, μάλιστα, αποτελούν ουσία αυτές οι ίδιες, την
οποία ουσία εναποθέτουν πάνω σε σώματα και τα εμφυλοποιούν. Με απλά λόγια,
οποιοδήποτε άτομο με την εικόνα της Κοντσίτα θα μπορούσε να είναι πραγματικό
και τότε δεν θα ήταν σημαντικό μόνο με όρους κέρδους, εφόσον κανένα υποκείμενο
δεν είναι μονοδιάστατο. Το να εμμένουμε σε ανάλυση στο πλαίσιο της
εμπορευματοποίησης –δυστυχώς, επιδίδεται κατά κόρον μεγάλο τμήμα της Αριστεράς
σε αυτό- είναι επειδή δεν θέλουμε (ή δεν μπορούμε) να δούμε άλλες παραμέτρους.
Επικαλούμενος το ίδιο ακριβώς επιχείρημα, ισχυρίζομαι ότι η Κοντσίτα ΔΕΝ
είναι ούτε σύμβολο απελευθέρωσης. Τα lgbtiq(κ.ό.κ) άτομα έσπευσαν
να δουν μια σημαιοφόρο της αλλαγής στο πρόσωπο της Κοντσίτα. Αυτό το σημείο
είναι λεπτό, αλλά πρέπει να το κατανοήσουμε γιατί μόνο τότε θα μπορέσουμε να
αντιληφθούμε την Κοντσίτα ως υποκείμενο και να απαιτήσουμε τον αντίστοιχο
θεσμικό και ανθρώπινο σεβασμό. Ας σκεφτούμε, αρχικά, ότι η Κοντσίτα δεν είναι
σύμβολο για το λόγο που εξήγησα παραπάνω. Μπορεί ο Tom να είναι ακτιβιστής, μπορεί να
έχει κάνει και την Κοντσίτα ακτιβίστρια, αλλά μόνο ως ακτιβίστρια μπορούμε να
την συμβολοποιήσουμε, όχι ως γυναίκα. Η Κοντσίτα είναι μια γυναίκα – αυτήν την
έμφυλη ταυτότητα υποστηρίζει η ίδια - ως
προς τη γλώσσα που χρησιμοποιεί και, βεβαίως, ως προς το όνομα. Πιθανόν ως προς
πολλά άλλα χαρακτηριστικά. Εμείς την αποδεχόμαστε ως γυναίκα, αλλά αυτό είναι
ανεξάρτητο από το τι κάνει ως τέτοια. Εννοώ ότι δεν πρέπει η αποδοχή μας στο
ακτιβιστικό της έργο να επισκιάζει την αποδοχή μας στην έμφυλη ταυτότητά της, ούτε
βέβαια να αποτελεί προϋπόθεση η μία της άλλης. καθώς η δεύτερη πρέπει να
συμβαίνει ακόμα και χωρίς την πρώτη. Ακόμα, δηλαδή, και αν φανταστούμε την
Κοντσίτα ως την απόλυτη εκπρόσωπο του star system (δηλαδή, στο πλαίσιο αναφορών αγοράς και κέρδους, όπως λέγαμε παραπάνω) θα
πρέπει να επιμείνουμε στην αποδοχή της ως γυναίκα όσο και αν αποστρεφόμαστε το star system. Οι ρόλοι που
διαδραματίζει ένα υποκείμενο μας πάνε περισσότερο ή λιγότερο, αλλά πραγματική
αποδοχή περί φύλων και σεξουαλικότητας πρέπει να έχουμε ανεξάρτητα από το αν
επιδοκιμάζουμε ή αποδοκιμάζουμε την κοινωνική δράση του υποκειμένου. Θα πρέπει,
λοιπόν, να αναδεικνύουμε τους κόμβους καταπίεσης και αποκλεισμού, από τη μία,
αλλά και ενδυνάμωσης, από την άλλη, που αφορούν ένα υποκείμενο και να μην
κάνουμε αυτόματες συνδέσεις ανάμεσα σε φύλα, έμφυλους ρόλους και λοιπούς
κοινωνικούς ρόλους. Εντέλει, η έμφυλη ταυτότητα δεν πρέπει να γίνεται κριτήριο
αξιολόγησης της κοινωνικής δράσης και ούτε να δικαιώνεται από αυτήν, γιατί τότε
επιστρέφουμε σε μια ουσιοκρατική ανάλυση των φύλων, πράγμα που δεν επιτρέπει
την αναγνώριση και τη χειραφέτηση καμμίας σεξουαλικότητας πέραν της
ετεροκανονικής και, βεβαίως, ούτε των ίδιων των γυναικών.
Επικαλούμενος το τελευταίο μου επιχείρημα, ισχυρίζομαι ότι η Κοντσίτα, ως
υποκείμενο, ΔΕΝ είναι γρίφος για την ανατροφή παιδιών. Άκουσα και διάβασα ότι
για πολλά άτομα η ιδιότητα του/της γονιού θέτει όρια όχι ως προς την αποδοχή
(λένε) αλλά ως προς το παιδαγωγικό παράδειγμα. Ότι, δηλαδή, δεν μπορούν να
μιλήσουν στα παιδιά τους για αυτό το πλάσμα, οπότε προτιμούν να μην
προβάλλεται. Επιμένουν, δε, ότι δεν έχουν κανένα απολύτως πρόβλημα ως προς τις
προσωπικές τους αξίες, αλλά η ευθύνη της κοινωνίας απέναντι στα παιδιά είναι
μεγάλη. Εκτός από το απολύτως παράλογο του ισχυρισμού, εφόσον προτάσσει την
αδικία και τον αποκλεισμό ως ιδανική παιδαγωγική επιλογή(!!!) θα ισχυριστώ ότι
εδώ αναφαίνεται με ενάργεια η περί των φύλων διανοητότητα που επικαλείται η
Μπάτλερ. Πράγματι, η Κοντσίτα είναι εντελώς έξω από ό,τι είναι αναγνωρίσιμο και
εύκολα εξηγήσιμο, βρίσκεται σε «μη κατοικήσιμες ζώνες της κοινωνικής ζωής»,
κατά την ίδια την Μπάτλερ. Αντιλαμβάνομαι την κραυγή αγωνίας των υποκειμένων
που νιώθουν να σείεται το αξιολογικό σύστημα στο οποίο κοινωνικοποιήθηκαν (και
υποκειμενικοποιήθηκαν) όμως εδώ βρίσκεται η ευκαιρία: αποδεχόμαστε την Κοντσίτα
σε βαθμό ΏΣΤΕ να τη χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα. Να πούμε, επιτέλους, στα
παιδιά μας ότι μπορούν να είναι όπως νιώθουν ότι εκφράζονται καλύτερα και να
δέχονται και τα άλλα παιδιά όταν το κάνουν αυτό. Ας δούμε την πραγματικότητα
κατάματα: σε μια Ελλάδα που δικαίως χαρακτηρίζεται φασιστική με την αδυσώπητη
βούλα των εκλογικών αποτελεσμάτων, ο κοινωνικός αποκλεισμός ως παιδαγωγική
δεοντολογία αποτελεί συνενοχή.
Είμαι της γνώμης ότι, από όλη τη συζήτηση σχετικά με την Αυστριακή περσόνα,
έχουμε να διδαχθούμε δυο πολύ σημαντικά μαθήματα: σε επίπεδο πολιτικής
ρητορικής, νομίζω ότι η Αριστερά οφείλει να μην εκκινεί την πραγμάτευση εννοιών
που ακαδημαϊκά και κοινωνικά αναδεικνύουν υποκειμενικότητες και αναδεικνύονται
από αυτές υπό τη θεώρηση της ταξικότητας, αλλά να επιστρέφει σε αυτήν όταν θα
θέλει να πληροφορηθεί (και να πληροφορήσει) και για αυτήν τη διάσταση.
Το καπιταλιστικό πλαίσιο ορίζει ένα σαφέστατο πεδίο αναφορών και νοημάτων, αλλά
μέσα σε αυτό (ανα)παράγονται και άλλα νοήματα που, με τη σειρά τους, (ανα)παράγουν
κοινωνικές συσχετίσεις που γίνονται αντιληπτές στην πολλότητά τους ανεξάρτητα
από την ταξική παραπομπή. Τα κινήματα και οι διεκδικήσεις lgbtiq, ας πούμε, εδράζονται σε στοιχεία κατηγοριοποίησης (σεξουαλικότητα,
έμφυλοι κοινωνικοί ρόλοι κλπ.) που γίνονται σαφέστατα διακριτά χωρίς καμμία
ανάγκη παραπομπής σε ταξικές παραμέτρους. Αν, λοιπόν, η Αριστερά θέλει να
μιλήσει σε υποκείμενα που συγκροτούν ταυτότητες και βάσει
φύλου/σεξουαλικότητας, θα πρέπει να εμπλουτίσει τα θεωρητικά της εφόδια με νέο,
κατάλληλο υλικό, κάνοντας, βεβαίως, τις απαραίτητες προσαρμογές. Στο κάτω-κάτω,
δανειζόμενος από τον Foucault και τη συζήτηση περί σεξουαλικών υποκειμένων,
φρονώ ότι, αναζητώντας τους τρόπους με τους οποίους θα υποστηρίξει ουσιαστικά
τις περί φύλων και σεξουαλικοτήτων διαφορετικότητες, η Αριστερά θα απαντήσει
στο λόγο που δομεί τις αντίστοιχες ανισότητες, δηλαδή θα εγείρει αντίσταση στην
εξουσία. Διότι, μπορεί το καπιταλιστικό πλαίσιο να ορίζει διάφορες ιεραρχήσεις,
είναι όμως σημαντικό να δούμε πώς η καταπίεση συνυφαίνεται και με την
ανάδυση άλλων μορφών υποκειμενικοτήτων και όχι μόνο ταξικών/οικονομικών.
Το δεύτερο μάθημα που μπορούμε ως άτομα να διδαχθούμε σχετίζεται με το πώς
τοποθετούμαστε σε καθετί διαφορετικό. Έχουμε την τάση να περηφανευόμαστε για το
πόσο ανοιχτόμυαλοι/ες είμαστε και δεν βλέπουμε ότι αποδεχόμαστε μόνο το όμοιο
με εμάς, το γνωστό, το οικείο. Αυτό δεν είναι αποδοχή, όμως. Αυτό είναι
ταύτιση. Η αποδοχή έχει νόημα και αξία ως στοιχείο κοινωνικότητας και ως
πολιτικό αίτημα όταν ανοίγεται προς το ξένο, το διαφορετικό, το άγνωστο. Η
Κοντσίτα είναι μόνο μια έκφανση φύλου και σεξουαλικότητας. Δεν απαιτείται
ταύτιση με αυτή την έκφανση ώστε να γίνεται αποδεκτή. Το αισθητικό κριτήριο
αναγνωρίζεται, αλλά μόνο ως τέτοιο, όχι ως προϋπόθεση αποδοχής. Η Κοντσίτα δεν
χάνει το δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό της επειδή δεν αρέσει σε σένα το
πρόσωπό της. Πρέπει να δεις πόσο πολύ σε ωφελεί, ως πολίτη δημοκρατικού
πολιτεύματος, να διεκδικείς την ελεύθερη υποστήριξη ταυτότητας ΚΥΡΙΩΣ όταν
παράμετροι όπως η αισθητική σε αποξενώνουν από κάτι. Δεν μπορώ να σε κατηγορήσω
που δεν έχεις ξεπεράσει την αποστροφή –αρκεί να προσπαθείς να το κάνεις- εφόσον
έχεις γαλουχηθεί στις αξίες της ομοιότητας και της συμπερίληψης που τη
διαμορφώνουν. Θέλω, όμως, να δεις ότι η αποδοχή είναι ένα θαυμάσιο προσόν που
έχεις ως άνθρωπος, επειδή χάρη σε αυτήν μπορείς να διεκδικείς να ζεις ως ίση/ος,
όποια/ος και αν επιλέξεις να είσαι, όσο άσχημη/ος, περίεργη/ος, ακατανόητος/η,
ή αντιπαθής και αν φαίνεσαι στους πολλούς/στις πολλές. Όπως λέει και η ίδια η
Κοντσίτα: «Δεν χρειάζεται να με αγαπήσεις. Αρκεί να δεχθείς ότι είμαι εδώ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου