Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Ποσόστωση: Αναγκαιότητα για την κοινωνία της ισότητας ή ένας πρόχειρος πολιτικός συμβιβασμός?


της Τερέζας Βολακάκη

Από την εποχή του Διαφωτισμού, ως θεωρητικό κατασκεύασμα, το δημοκρατικό πολίτευμα ως σύστημα κατανομής εξουσίας προϋποθέτει τη συνύπαρξη πολλών “διαφορετικοτήτων” που έχουν ίσα δικαιώματα έκφρασης και αντιπροσώπευσης στα πλαίσια του πλουραλισμού. Όμως δεδομένου ότι πράγματι η κοινωνία δεν είναι κάτι ομοιογενές, για τη μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση της ισότητας των υποκειμένων γίνεται μια προσπάθεια άμβλυνσης των ανισοτήτων μέσω μιας ομοιογενοποίησης και όχι αποδοχής του διαφορετικού.

Το φύλο ως βιολογικό γνώρισμα αλλά και κοινωνική κατασκευή, δημιουργεί δύο αδιαμφισβήτητους πόλους μέσα στην κοινωνία, η οποία τους αποδίδει ρόλους που αφορούν κάθε τομέα της ζωής, ιδίως στην πολιτική. Το γνώρισμα αυτό φαίνεται πως δεσμεύει τα άτομα και κυρίως τις γυναίκες, η παρουσία των οποίων είναι ακόμα και σήμερα ισχνή στις εξουσιαστικές δομές. Η ποσόστωση, ευρωπαϊκής προέλευσης προϊόν, εισήχθη στη χώρα μας το 1989 με την προοπτική να επιλύσει το δημοκρατικό έλλειμμα που μάστιζε την ελληνική κοινωνία λόγω μιας εν γένει πατριαρχικής δομής και αντίληψης, που απέτρεπε τη συμμετοχή των γυναικών στα κοινά. Είναι όμως πρόσφορο μέσο για την προώθηση μιας ουσιαστικής δημοκρατίας η ποσόστωση;

Το θεμελιώδες ζήτημα που αναφύεται από αυτό το μέτρο, όπως επισημαίνει και η Μάρω Παντελίδου Μαλούτα στο βιβλίο της “το Φύλο της Δημοκρατίας”, είναι κυρίως η συσχέτιση του φύλου με τη δημοκρατία και η δράση του πολίτη ως έμφυλου υποκειμένου. Ως προς αυτό αρκετοί θεωρητικοί έχουν υποστηρίξει πως για την πραγμάτωση μια ουσιαστικής ισότητας είναι αναγκαίο το άτομο να αποδεσμευτεί από την έμφυλη διάσταση του, διότι σε κάθε περίπτωση η διατήρηση μιας διπολικότητας προάγει την ανισότητα μεταξύ των φύλων. Όπως δηλαδή υποστηρίζουν και κάποιοι ανθρωπολόγοι μια κοινωνία “άφυλη” θα ήταν το ιδανικό, εφόσον το φύλο ως πολιτισμικό στοιχείο προδίδει μια κοινωνική ιεραρχία. Ωστόσο σε μια τέτοια περίπτωση και πάλι το “ασθενές φύλο” θα έβγαινε χαμένο, αφού ιστορικά η έννοια του πολίτη υποκρύπτει έναν ενδογενή ανδροκεντρισμό.

Επίσης ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας της έννοιας του πολίτη διαφαίνεται και από το δίπολο δημόσιου-ιδιωτικού χώρου που στην κοινή αντίληψη ταυτίζεται με το άνδρας-γυναίκα. Εφόσον σε μια πατριαρχική κοινωνία κυριότερο καθήκον της γυναίκας είναι η τεκνοποιία, η γυναίκα συνδέεται άμεσα με το ιδιωτικό χώρο και απορρίπτεται η δράση της στο δημόσιο. Έτσι οι γυναίκες πολιτικοί, οι οποίες υιοθετούν ανδρικά πρότυπα ενισχύουν την ανισότητα, αφού οι γυναίκες αποθαρρύνονται να λειτουργήσουν ως τέτοιες στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας. Με τον τρόπο αυτό ενδυναμώνεται ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας της δημοκρατίας και η γυναίκα καθίσταται άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας.

Παράλληλα νευραλγικής σημασία είναι και το ζήτημα της συμμετοχής και όχι απλά της αντιπροσώπευσης των γυναικών στα κοινά. Είναι γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του σύγχρονου αστικού κράτους αποδέχεται τη μη συμμετοχή όλων των κοινωνικών ομάδων (νέων, ηλικιωμένων, μεταναστών, ομοφυλοφίλων), μεταξύ των οποίων και οι γυναίκες. Μόνη η επιβολή της αντιπροσώπευσης και παρουσίας (απλής φυσικής παρουσίας των γυναικών) στο Κοινοβούλιο δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα αν δεν τους δίνεται ο λόγος και ευκαιρίες. Επιπλέον είναι σαφές πως με τον τρόπο αυτό οι γυναίκες πολιτικοί καθίστανται εκπρόσωποι μια κοινωνικής ομάδας με μια ιδιαίτερη βιολογική και κοινωνική μειονεξία. Ως εκ τούτου τέτοιου είδους θετικά μέτρα για την προαγωγή της ισότητας των φύλων αφενός μεν εντείνουν την ανισότητα, αφετέρου δε καθιστούν τους βουλευτές εκπροσώπους του φύλου τους, κάτι που εν τοις πράγμασι δεν είναι εφικτό αφού τα φύλα είναι ευρείες και ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες.

Όμως ας μην παραγνωρίζουμε το σκοπό του θετικού αυτού μέτρου, ο οποίος είναι η πραγμάτωση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου για την ουσιαστική ισότητα των φύλων στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας. Παράλληλα, όχι η απλή αλλά η ίση συμμετοχή των γυναικών θα σήμαινε τη συνολική αμφισβήτηση της υπάρχουσας κοινωνικής δομής.
Οι πολέμιοι του μέτρου προτάσσουν τόσο το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής του ατόμου για το αν θα μετάσχει στα κοινά, όσο και την αρχή της αξιοκρατίας. Τα επιχειρήματα αυτά αμφότερα κινούνται στην σφαίρα της θεωρίας και δεν αγγίζουν σε καμία περίπτωση την πραγματική ζωή. Όσον αφορά το δικαίωμα όλων των πολιτών να συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία, αναδεικνύεται το πόσο έχουν όλοι τη δυνατότητα να ασκούν αυτό τo δικαίωμά τους. Επίσης είναι φανερό πως σχεδόν σε κάθε τομέα της ανθρώπινης ζωής για να ανελιχθεί μια γυναίκα σε ηγετικές θέσεις πρέπει να υπερέχει κατά πολύ των αρρένων ανταγωνιστών της, λόγω των κοινωνικών φραγμών που την περιορίζουν στις οικογενειακές και εργασιακές υποχρεώσεις της, πολλώ δε μάλλον σε πολιτικό επίπεδο.

Εξ'αυτών αναδύεται η ανάγκη για επιβολή μέτρων άμβλυνσης των ανισοτήτων. Το ζήτημα δεν είναι η αποδόμηση του φύλου αλλά η αποδοχή, αναγνώριση και συμμετοχή αυτού στην πολιτική διαδικασία. Φυσικά ένα θετικό μέτρο από μόνο του δεν μπορεί να αποτελέσει πανάκεια, μπορεί όμως να γίνει το εφαλτήριο τόσο για την προσέλκυση περισσότερων γυναικών στην συμμετοχή στα κοινά, όσο και για μια γενικότερη αλλαγή αντίληψης της κοινωνίας. Κάθε αριστερή συλλογικότητα που μάχεται για το σοσιαλισμό μέσω των αρχών της ελευθερίας και της δημοκρατίας οφείλει να αντίκειται σε συντηρητικές λογικές που αφήνουν κοινωνικές ομάδες εκτός πολιτικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει πως για την πραγμάτωση μια ουσιαστικής δημοκρατίας είναι αναγκαία η χειραφέτηση των γυναικών, ως καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας, κάτι που όχι μόνο θα αμβλύνει την ανισότητα μεταξύ των φύλων, αλλά ενδεχομένως θα δράσει απελευθερωτικά και για άλλες καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες προωθώντας τη ριζοσπαστική μετάλλαξη της ίδιας της Δημοκρατίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου