Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Μετά την πατριαρχία, τι;





του Στρατή Γατελούζου

Πολύ συχνά στο αριστερό φεμινιστικό κίνημα γίνεται λόγος για την αποδόμηση της πατριαρχικής οικογένειας και την πάλη για τη συντριβή της πατριαρχίας ως κοινωνικό σύστημα συμβίωσης των ανθρώπων. Πολύ σωστά ο επαναστατικός μαρξισμός συνδέει την πατριαρχία με τον καπιταλισμό, εντοπίζοντας το γεγονός ότι οι καπιταλιστές την αξιοποιούν προς όφελός τους: Η πατριαρχική οικογένεια εξασφαλίζει τη δωρεάν αναπαραγωγή του εργατικού δυναμικού, μέσω της απλήρωτης εργασίας της γυναίκας. Και παράλληλα αποτελεί έναν χρησιμότατο για το σύστημα ιδεολογικό μηχανισμό με σκοπό την επιβολή ιεραρχικών σχέσεων ανάμεσα στους ανθρώπους (η μητέρα πρέπει να υπακούει στον πατέρα και τα παιδιά  να υποτάσσονται τους γονείς, ακόμα και αν τα παιδιά είναι πλέον ενήλικα). Μάλιστα οι καπιταλιστές, προτάσσοντας ως απόλυτο δόγμα τον κοινωνικό δαρβινισμό, μας παρουσιάζουν αυτές τις σχέσεις ιεραρχίας ως τις μόνες… φυσιολογικές! Παρεπιπτόντως, κατά τον ίδιο τρόπο  κατηγορούν το σοσιαλισμό ως ένα σύστημα μη συμβατό με τον άνθρωπο, επειδή κατ’ αυτούς “ο άνθρωπος είναι ατομιστής από τη φύση του”.

Για εμάς λοιπόν, τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες, η πάλη ενάντια στην πατριαρχική οικογένεια είναι ένα από τα κύρια καθήκοντά μας και εντάσσεται στον ευρύτερο αντικαπιταλιστικό αγώνα. Δεν είναι όμως και τόσο ξεκάθαρο τι ακριβώς αντιπροτείνουμε ενάντια στην πατριαρχία. Ταυτίζουμε την οικογένεια με την πατριαρχική οικογένεια; Και άρα είμαστε γενικώς κατά της οικογένειας; Και αν ναι, τότε ποιό είναι το δικό μας πρόταγμα; Η ίδια η λέξη κομμουνισμός σημαίνει «κοινοκτημοσύνη», κάτι που παραπέμπει στην κοινοβιακού τύπου συμβίωση των ανθρώπων. Επομένως θέλουμε να αντικαταστήσουμε την πατριαρχική οικογένεια αποκλειστικά με τα κοινόβια; 

 Όπως ανέφερα και πριν, ο επαναστατικός μαρξισμός παλεύει για τη διάλυση της πατριαρχίας, εξαιτίας των σχέσεων ιεραρχίας και εξουσιαστικής εξάρτησης που αναπτύσσονται σε αυτού του τύπου την οικογένεια. Κατά τη γνώμη μου όμως, αυτό το άκρως καταπιεστικό μοντέλο οικογένειας δεν είναι και το μοναδικό. Στα πλαίσια της οικογένειας είναι δυνατό να αναπτυχτούν σχέσεις αλληλεγγύης και ανιδιοτέλειας στη βάση της ισοτιμίας, οι οποίες όπου και αν αναπτύσσονται, είναι κάτι παραπάνω από επιθυμητές. Επομένως, θεωρώ τον επαναστατικό μαρξισμό απόλυτα συμβατό με κάθε μορφή ισότιμης συμβίωσης, είτε πρόκειται για άνδρα-γυναίκα είτε για δύο ομοφυλόφιλους άνδρες που μεγαλώνουν μαζί τα υιοθετημένα παιδιά τους είτε για διευρυμένες μορφές οικογένειας (δύο στρέιτ ζευγάρια μαζί, ένα στρέιτ και ένα γκέι ζευγάρι μαζί, δύο γκέι ζευγάρια – ένα ανδρικό και ένα γυναικείο, οικογένεια των τριών κλπ). Παραδείγματα τέτοιου τύπου οικογενειών υπάρχουν ήδη - όχι συχνά, αλλά υπάρχουν. Πχ σύντροφος από τη Βρετανία μου μίλησε για μια οικογένεια δύο ομοφυλόφιλων ανδρών και δύο λεσβιών που μεγαλώνουν μαζί τα παιδιά τους  Επίσης, έχω βρει στο www.silverdaddies.com προφίλ 3 ομοφυλόφιλων ανδρών επίσης στη Βρετανία, που συμβιώνουν σε μακροχρόνια σχέση μεταξύ τους. Η συμβίωση είχε αρχικά ξεκινήσει μεταξύ των 2  (45 και 55 χρόνων) και στη συνέχεια προστέθηκε και τρίτος (35 χρόνων). Οι 3 τους έφτιαξαν το προφίλ, καθώς επιθυμούσαν και τέταρτο άνδρα στην οικογένειά τους.


Αυτού του τύπου οι διευρυμένες μορφές οικογένειας έχουν σαφέστατα κοινοβιακά στοιχεία. Δεν αποτελούν όμως κοινόβιο. Οικογένεια είναι  ένα σύνολο ατόμων που συγκατοικούν και είναι δυνατόν να χωρέσουν σε ένα - μικρό ή μεγάλο – σπίτι. Πχ. 2, 3, 4, 6, 8 ενήλικες, με ή χωρίς παιδιά, που μπορεί να έχουν όλοι (οι ενήλικες εννοείται) μεταξύ τους σεξουαλικές σχέσεις, αλλά μπορεί και όχι. Αντίθετα, η συγκατοίκηση τύπου κοινόβιο, πχ 30 ατόμων, γίνεται να υπάρξει μόνο σε συνθήκες ενός ολόκληρου πολυόροφου κτιρίου ή πολλών γειτονικών σπιτιών.

Το ξεπέρασμα της πατριαρχικής οικογένειας λοιπόν, δε θα είναι μόνο τα κοινόβια, αλλά οποιουδήποτε τύπου ισότιμη συμβίωση, 2 ή περισσότερων ενηλίκων. Αν και η οικογένεια έχει de facto ταυτιστεί με την πατριαρχία, δεν μπορούμε να τη θεωρήσουμε επί της αρχής μια αντιδραστική μορφή συμβίωσης. Το κριτήριο δεν είναι ο αριθμός των ανθρώπων που συμβιώνουν, αλλά οι σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους. Οι δομές συμβίωσης μικρού αριθμών ανθρώπων μπορούν να είναι εξίσου αλληλέγγυες και ανιδιοτελείς, όπως ακριβώς και στα κοινόβια. Ακόμα και στα πλαίσια του στρατηγικού μας στόχου, δηλαδή του κομμουνισμού, η συμβίωση ενός και μόνου ετερόφυλου ή ομόφυλου ζευγαριού δε θα πρέπει να θεωρείται «κατώτερη» ή κατακριτέα. Αρκεί βέβαια το ζευγάρι να ξεφύγει από την κακώς νοούμενη ιδιωτικότητα και την εξατομίκευση που προτάσσει ο καπιταλισμός και ειδικά η καθαρή (νέο)φιλελεύθερη εκδοχή του. Δεν αρκούν οι σχέσεις αλληλεγγύης, εάν περιορίζονται μόνο εντός της οικογένειας, της οποίας τα μέλη βλέπουν τις υπόλοιπες οικογένειες ως ανταγωνιστές. Το μοντέλο οικογένειας τύπου Θάτσερ είναι για μας εντελώς απάνθρωπο, καθώς απομονώνει τον άνθρωπο από την κοινωνία[1].

Επίσης, η υπέρβαση της πατριαρχίας δε σημαίνει απαραίτητα και την υπέρβαση της μονογαμίας. Οι άνθρωποι μπορούν να κινηθούν στα πλαίσια μιας μεγάλης γκάμας που συμπεριλαμβάνει την απόλυτη μονογαμία, την κλειστού τύπου πολυγαμία (σχέσεις των 3 ή και περισσότερων) και την ελεύθερη πολυγαμία. Καμία από αυτές τις σχέσεις δεν πρέπει να θεωρείται ιδανικότερη ή ανώτερη από τις άλλες. Σε τελική ανάλυση, το κυριότερο επαναστατικό μαρξιστικό κριτήριο είναι η  υπεράσπιση της συναίνεσης. Κάθε μορφή συμβίωσης είναι αποδεκτή/επιθυμητή, αρκεί να συναινούν όσες και όσοι συμβιώνουν. Μετά την πατριαρχία λοιπόν, οι άνθρωποι θα είναι ελεύθεροι να συμβιώνουν όπως εκείνοι επιθυμούν! Αξίζει να το παλέψουμε!





[1] «Δεν υπάρχει κοινωνία. Υπάρχουν μόνο άτομα, άνδρες και γυναίκες, και οικογένειες».  Μ. Θάτσερ

Από το Νέο Δελχί στην Ξάνθη: ένας βιασμός δρόμος


της Λίνας Φιλοπούλου

Αφορμές για να ξανασυζητήσουμε για το φαινόμενο της βίας κατά των γυναικών μάς δόθηκαν αρκετές τους τελευταίους μήνες. Δε μας δόθηκαν μόνο από μια τριτοκοσμική χώρα σαν την Ινδία, μας δόθηκαν και από μια ευρωπαϊκή χώρα σαν την Ελλάδα, αλλά και από άλλες «πολιτισμένες» γωνιές της γης.

Ο ομαδικός βιασμός της Ινδής φοιτήτριας τον περασμένο Ιανουάριο μέσα σε λεωφορείο υπήρξε μία από τις πιο συγκλονιστικές ειδήσεις που έκανε το γύρο του κόσμου. Αν και στην Ινδία κάθε 20 λεπτά μια γυναίκα δέχεται σεξουαλική κακοποίηση, με τους βιασμούς να έχουν σημειώσει μεγάλη αύξηση τα τελευταία χρόνια, σε μια χώρα που δεν υπάρχει νόμος για την καταπολέμηση κάθε μορφής βίας κατά των γυναικών, οι Ινδοί δεν έκλεισαν τα μάτια απέναντι σε ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα. Το γεγονός αυτό στάθηκε έναυσμα για ένα μαζικό γυναικείο κίνημα που διοργάνωσε μαζικές διαδηλώσεις με συμμετοχή και φοιτητών/τριών, και όχι μόνο στην Ινδία. Με απόφαση του δικηγορικού συλλόγου της περιφέρειας που δικάζονται οι κατηγορούμενοι, κανείς δικηγόρος δεν αναλαμβάνει την υπεράσπισή τους, γιατί το θεωρούν αντιδεοντολογικό.

Σε μια άλλη γωνιά της γης όμως, στην οποία έχουμε στραμμένα τα βλέμματά μας με αγωνία τα τελευταία 2 χρόνια, τα νέα δεν είναι και τόσο καλά. Στην Αίγυπτο, η οποία βρίσκεται σε μια επαναστατική διαδικασία, με τον κόσμο να συνεχίζει να διεκδικεί δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη, η σεξουαλική παρενόχληση και ο βιασμός χρησιμοποιούνται σαν όπλο κατά των διαδηλωτριών στην πλατεία Ταχρίρ, που δικαιολογούνται ως αποτέλεσμα της «ανάρμοστης» συμπεριφοράς τους. 

Ο βιασμός της νεαρής γυναίκας τα περασμένα Χριστούγεννα στην Ξάνθη σόκαρε την ελληνική κοινωνία, όχι τόσο – θα τολμούσα να πω – για το βιασμό, αλλά κυρίως επειδή τον ακολούθησε μια άγρια δολοφονία. Αναρωτιέται καμιά, θα αντιμετώπιζε η πολιτεία με σοβαρότητα την καταγγελία του βιασμού από τη νεαρή κοπέλα σε περίπτωση που επιβίωνε ή θα αιωρούνταν η υποψία ότι «τάθελε» και αυτή; Όπως ακριβώς «τάθελε η Βουλγάρα» πριν μερικά χρόνια στην Αμάρυνθο, η οποία βιάστηκε από συμμαθητές της μέσα στο σχολείο; Ωστόσο, στην περίπτωση της Αμαρύνθου επρόκειτο για το λόγο μιας αλλοδαπής μαθήτριας απέναντι στο λόγο Ελληνόπουλων καλών οικογενειών της τοπικής κοινωνίας. Όπως και για το βιασμό της Πάρου το περασμένο καλοκαίρι τα ΜΜΕ και το πανελλήνιο δε δίστασαν να φωνάξουν «θάνατο στον Πακιστανό». Φώναξαν με χαιρεκακία γιατί επιβεβαιώθηκε ότι όλοι οι ξένοι είναι βιαστές και πρέπει δικαίως να φύγουν από την πολιτισμένη χώρα μας, για να μη μας μολύνουν με τη «βάρβαρη κουλτούρα» τους.

Ο βιασμός όμως της Ξάνθης; Εκεί δεν ακούστηκε ούτε «θάνατος» - αν και κάποιοι είχαν επενδύσει στην πιθανότητα να αποδώσουν το έγκλημα σε «μη Έλληνα» -, ούτε «τάθελε», γιατί στη συνέχεια το θύμα δολοφονήθηκε άγρια. Το νεκρό θύμα είναι ιερό. Αλίμονό της αν είχε επιβιώσει. Θα ζούσε και θα ξαναζούσε το βιασμό της καθημερινά για πολλά χρόνια, ξεκινώντας από το αστυνομικό τμήμα που θα πήγαινε να κάνει την καταγγελία, από την οικογένειά της, τον κοινωνικό της περίγυρο, στο δικαστήριο, όπου μία γυναίκα δικηγόρος θα υπερασπιζόταν τον βιαστή-«μανάβη». Ακριβώς όπως υπερασπίζεται γυναίκα δικηγόρος[1] τον κατά συρροή «βιαστή με την τυρόπιτα» με συνεχείς αναβολές των δικών εδώ και οχτώ χρόνια εις βάρος κάποιων άτυχων γυναικών, που ως τουρίστριες έφτασαν στη χώρα μας, αυτή τη «φιλόξενη» χώρα με αυτόν το «σπουδαίο» πολιτισμό, και έφυγαν αφού γνώρισαν την κουλτούρα όχι των Ελλήνων, αλλά τη διεθνή «κουλτούρα» των βιαστών, και που είναι όμως υποχρεωμένες να επιστρέφουν για να ζουν και να ξαναζούν το βιασμό τους μέχρι να αποδοθεί δικαιοσύνη. Αν δεν υποχωρήσουν. Αν αντέχουν να επιστρέφουν. 

Στην περίπτωση της Ξάνθης η ελληνική κοινωνία βρέθηκε σε πλήρη αμηχανία. Και τώρα τι; Σε ποιο τέρας θα αποδώσουμε αυτό το ειδεχθές έγκλημα; Αφού ο βιαστής-δολοφόνος είναι ένας δικός μας, ένας άνθρωπος της διπλανής πόρτας, ένας Έλληνας. Και στη νεαρή γυναίκα δεν μπορούμε να το αποδώσουμε δυστυχώς, γιατί είναι νεκρή. Αν δεν ήταν, σίγουρα θα μας διευκόλυνε πολύ. Θα ίσχυε για άλλη μία φορά το σύνηθες φαινόμενο της ενοχοποίησης του θύματος βιασμού και της αθώωσης του βιαστή. Αν έφτανε βέβαια να καταγγείλει το βιασμό, λόγω του κοινωνικού στίγματος που επιβαρύνει τα θύματα.

Ας θυμηθούμε και την υπόθεση βιασμού της καμαριέρας από τον πρώην ισχυρό άντρα του ΔΝΤ Ντομινίκ Στρος Καν, ο οποίος τώρα κατηγορείται εκτός από βιαστής και για συμμετοχή σε κύκλωμα μαστροπείας. Κάποιες δεν πέσαμε από τα σύννεφα όταν το διαβάσαμε, κι ας μας είχανε βάλει στο στόχαστρο τότε που υπερασπιζόμασταν την καμαριέρα. 

Σε μια κοινωνία όπου οι ανδροκρατικές σχέσεις και τα πατριαρχικά στερεότυπα είναι το φυσιολογικό, σε μια κοινωνία που η κουλτούρα του βιασμού προωθείται ακόμα και μέσα από τηλεοπτικά σίριαλ (γεγονός για το οποίο το τμήμα φεμινιστικής πολιτικής/ φύλου ΣΥΡΙΖΑ έκανε προσφυγή στο ΕΣΡ), το γυναικείο κίνημα που διαπνέεται από ένα όραμα μιας άλλης κοινωνίας, μιας κοινωνίας ισότητας των φύλων και γυναικείας χειραφέτησης απ’ όλες τις μορφές καταπίεσης τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική σφαίρα, έχει καθήκον να συνεχίζει να διεκδικεί συστηματικά την αυτεπάγγελτη δίωξη γι’ αυτό το κακούργημα απέναντι στην αυτονομία του γυναικείου σώματος και γενικότερα στις γυναίκες, ασκώντας πίεση στις αρμόδιες αρχές να αντιμετωπίζουν τις καταγγελίες των γυναικών με σοβαρότητα για να απονεμηθεί δικαιοσύνη στα θύματα βιασμού.

Ας μην περιμένουμε να συνοδεύεται ο βιασμός από άγρια δολοφονία για να εξοργιστούμε και να εξεγερθούμε. 

Να βάλουμε τώρα ένα τέλος στην ατιμωρησία του βιασμού, αυτού του βάρβαρου κακουργήματος απέναντι στις γυναίκες.

Να δώσουμε τέλος στη συγκάλυψη του βιασμού από τα ΜΜΕ, την πατριαρχική οικογένεια, την υποκριτική κοινωνία, το σεξιστικό σχολείο, τη μισογυνική θρησκεία, το μεροληπτικό δικαστικό σύστημα.

Από το Νέο Δελχί ως την Ξάνθη η γυναικεία καταπίεση και η βία κατά των γυναικών είναι μια πραγματικότητα και ο αγώνας είναι κοινός.  

ΝΑ ΣΠΑΣΟΥΜΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΗ ΣΙΩΠΗ!






[1]Η οποία δυστυχώς είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ, και μάλιστα κεντρικό και επώνυμο, η Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Ποσόστωση: Αναγκαιότητα για την κοινωνία της ισότητας ή ένας πρόχειρος πολιτικός συμβιβασμός?


της Τερέζας Βολακάκη

Από την εποχή του Διαφωτισμού, ως θεωρητικό κατασκεύασμα, το δημοκρατικό πολίτευμα ως σύστημα κατανομής εξουσίας προϋποθέτει τη συνύπαρξη πολλών “διαφορετικοτήτων” που έχουν ίσα δικαιώματα έκφρασης και αντιπροσώπευσης στα πλαίσια του πλουραλισμού. Όμως δεδομένου ότι πράγματι η κοινωνία δεν είναι κάτι ομοιογενές, για τη μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση της ισότητας των υποκειμένων γίνεται μια προσπάθεια άμβλυνσης των ανισοτήτων μέσω μιας ομοιογενοποίησης και όχι αποδοχής του διαφορετικού.

Το φύλο ως βιολογικό γνώρισμα αλλά και κοινωνική κατασκευή, δημιουργεί δύο αδιαμφισβήτητους πόλους μέσα στην κοινωνία, η οποία τους αποδίδει ρόλους που αφορούν κάθε τομέα της ζωής, ιδίως στην πολιτική. Το γνώρισμα αυτό φαίνεται πως δεσμεύει τα άτομα και κυρίως τις γυναίκες, η παρουσία των οποίων είναι ακόμα και σήμερα ισχνή στις εξουσιαστικές δομές. Η ποσόστωση, ευρωπαϊκής προέλευσης προϊόν, εισήχθη στη χώρα μας το 1989 με την προοπτική να επιλύσει το δημοκρατικό έλλειμμα που μάστιζε την ελληνική κοινωνία λόγω μιας εν γένει πατριαρχικής δομής και αντίληψης, που απέτρεπε τη συμμετοχή των γυναικών στα κοινά. Είναι όμως πρόσφορο μέσο για την προώθηση μιας ουσιαστικής δημοκρατίας η ποσόστωση;

Το θεμελιώδες ζήτημα που αναφύεται από αυτό το μέτρο, όπως επισημαίνει και η Μάρω Παντελίδου Μαλούτα στο βιβλίο της “το Φύλο της Δημοκρατίας”, είναι κυρίως η συσχέτιση του φύλου με τη δημοκρατία και η δράση του πολίτη ως έμφυλου υποκειμένου. Ως προς αυτό αρκετοί θεωρητικοί έχουν υποστηρίξει πως για την πραγμάτωση μια ουσιαστικής ισότητας είναι αναγκαίο το άτομο να αποδεσμευτεί από την έμφυλη διάσταση του, διότι σε κάθε περίπτωση η διατήρηση μιας διπολικότητας προάγει την ανισότητα μεταξύ των φύλων. Όπως δηλαδή υποστηρίζουν και κάποιοι ανθρωπολόγοι μια κοινωνία “άφυλη” θα ήταν το ιδανικό, εφόσον το φύλο ως πολιτισμικό στοιχείο προδίδει μια κοινωνική ιεραρχία. Ωστόσο σε μια τέτοια περίπτωση και πάλι το “ασθενές φύλο” θα έβγαινε χαμένο, αφού ιστορικά η έννοια του πολίτη υποκρύπτει έναν ενδογενή ανδροκεντρισμό.

Επίσης ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας της έννοιας του πολίτη διαφαίνεται και από το δίπολο δημόσιου-ιδιωτικού χώρου που στην κοινή αντίληψη ταυτίζεται με το άνδρας-γυναίκα. Εφόσον σε μια πατριαρχική κοινωνία κυριότερο καθήκον της γυναίκας είναι η τεκνοποιία, η γυναίκα συνδέεται άμεσα με το ιδιωτικό χώρο και απορρίπτεται η δράση της στο δημόσιο. Έτσι οι γυναίκες πολιτικοί, οι οποίες υιοθετούν ανδρικά πρότυπα ενισχύουν την ανισότητα, αφού οι γυναίκες αποθαρρύνονται να λειτουργήσουν ως τέτοιες στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας. Με τον τρόπο αυτό ενδυναμώνεται ο ανδροκεντρικός χαρακτήρας της δημοκρατίας και η γυναίκα καθίσταται άνθρωπος δεύτερης κατηγορίας.

Παράλληλα νευραλγικής σημασία είναι και το ζήτημα της συμμετοχής και όχι απλά της αντιπροσώπευσης των γυναικών στα κοινά. Είναι γεγονός ότι το νεοφιλελεύθερο μοντέλο του σύγχρονου αστικού κράτους αποδέχεται τη μη συμμετοχή όλων των κοινωνικών ομάδων (νέων, ηλικιωμένων, μεταναστών, ομοφυλοφίλων), μεταξύ των οποίων και οι γυναίκες. Μόνη η επιβολή της αντιπροσώπευσης και παρουσίας (απλής φυσικής παρουσίας των γυναικών) στο Κοινοβούλιο δεν αποτελεί λύση στο πρόβλημα αν δεν τους δίνεται ο λόγος και ευκαιρίες. Επιπλέον είναι σαφές πως με τον τρόπο αυτό οι γυναίκες πολιτικοί καθίστανται εκπρόσωποι μια κοινωνικής ομάδας με μια ιδιαίτερη βιολογική και κοινωνική μειονεξία. Ως εκ τούτου τέτοιου είδους θετικά μέτρα για την προαγωγή της ισότητας των φύλων αφενός μεν εντείνουν την ανισότητα, αφετέρου δε καθιστούν τους βουλευτές εκπροσώπους του φύλου τους, κάτι που εν τοις πράγμασι δεν είναι εφικτό αφού τα φύλα είναι ευρείες και ετερόκλητες κοινωνικές ομάδες.

Όμως ας μην παραγνωρίζουμε το σκοπό του θετικού αυτού μέτρου, ο οποίος είναι η πραγμάτωση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου για την ουσιαστική ισότητα των φύλων στα πλαίσια της πολιτικής διαδικασίας. Παράλληλα, όχι η απλή αλλά η ίση συμμετοχή των γυναικών θα σήμαινε τη συνολική αμφισβήτηση της υπάρχουσας κοινωνικής δομής.
Οι πολέμιοι του μέτρου προτάσσουν τόσο το δικαίωμα ελεύθερης επιλογής του ατόμου για το αν θα μετάσχει στα κοινά, όσο και την αρχή της αξιοκρατίας. Τα επιχειρήματα αυτά αμφότερα κινούνται στην σφαίρα της θεωρίας και δεν αγγίζουν σε καμία περίπτωση την πραγματική ζωή. Όσον αφορά το δικαίωμα όλων των πολιτών να συμμετέχουν στην πολιτική διαδικασία, αναδεικνύεται το πόσο έχουν όλοι τη δυνατότητα να ασκούν αυτό τo δικαίωμά τους. Επίσης είναι φανερό πως σχεδόν σε κάθε τομέα της ανθρώπινης ζωής για να ανελιχθεί μια γυναίκα σε ηγετικές θέσεις πρέπει να υπερέχει κατά πολύ των αρρένων ανταγωνιστών της, λόγω των κοινωνικών φραγμών που την περιορίζουν στις οικογενειακές και εργασιακές υποχρεώσεις της, πολλώ δε μάλλον σε πολιτικό επίπεδο.

Εξ'αυτών αναδύεται η ανάγκη για επιβολή μέτρων άμβλυνσης των ανισοτήτων. Το ζήτημα δεν είναι η αποδόμηση του φύλου αλλά η αποδοχή, αναγνώριση και συμμετοχή αυτού στην πολιτική διαδικασία. Φυσικά ένα θετικό μέτρο από μόνο του δεν μπορεί να αποτελέσει πανάκεια, μπορεί όμως να γίνει το εφαλτήριο τόσο για την προσέλκυση περισσότερων γυναικών στην συμμετοχή στα κοινά, όσο και για μια γενικότερη αλλαγή αντίληψης της κοινωνίας. Κάθε αριστερή συλλογικότητα που μάχεται για το σοσιαλισμό μέσω των αρχών της ελευθερίας και της δημοκρατίας οφείλει να αντίκειται σε συντηρητικές λογικές που αφήνουν κοινωνικές ομάδες εκτός πολιτικής διαδικασίας. Αυτό σημαίνει πως για την πραγμάτωση μια ουσιαστικής δημοκρατίας είναι αναγκαία η χειραφέτηση των γυναικών, ως καταπιεσμένης κοινωνικής ομάδας, κάτι που όχι μόνο θα αμβλύνει την ανισότητα μεταξύ των φύλων, αλλά ενδεχομένως θα δράσει απελευθερωτικά και για άλλες καταπιεσμένες κοινωνικές ομάδες προωθώντας τη ριζοσπαστική μετάλλαξη της ίδιας της Δημοκρατίας.