του Βαγγέλη Γαβριηλίδη
(από το τεύχος 54 του "Κόκκινο", Απρίλιος-Μάιος 2013)
Γιατί δεν εξεγείρεται ο κόσμος; Ένα κομμάτι της Αριστεράς
θεωρεί πως έχει παραπλανηθεί, εξαπατηθεί, απογοητευτεί, ηττηθεί, φοβηθεί ...
και γι’ αυτό δεν εξεγείρεται. Δείχνοντας τον κόσμο, όμως, ξεχνά να δείξει τον
εαυτό του και ασκώντας αυτοκριτική να πάρει
το δικό του μερίδιο ευθύνης που - με τη διστακτικότητα, τη μεγαλοστομία,
το σεκταρισμό και τα όνειρα δόξας και εξουσίας - αποθαρρύνει τον κόσμο. Ένα
άλλο, πιο συνειδητό κομμάτι, αποδέχεται τα λάθη που έχουν γίνει και διαπιστώνει
πως δεν πρέπει να φοβόμαστε τη σύγκρουση, τις θυσίες, την επιμονή και
συστηματική δουλειά, προκειμένου να αλλάξουμε τον κόσμο, να φέρουμε την
κοινωνική πρόοδο και να σπάσουμε τα δεσμά που μας καταπιέζουν.
Και οι δύο αυτές απόψεις, ωστόσο, δεν μπορούν να απαντήσουν
επαρκώς στο γιατί οι μάζες μπορούν να παραπλανηθούν, απογοητευτούν και
εξαπατηθούν τόσο εύκολα, όπως λέει η πρώτη άποψη, ή να περιμένουν πάντα από μια
ηγεσία να σηκώσει το βάρος και να μπει μπροστά στον αγώνα. Πολλοί θα πουν « Οι
ιδεολογικοί μηχανισμοί του κράτους (το σχολείο, το πανεπιστήμιο, τα ΜΜΕ, η
οικογένεια) βρίσκονται υπό την έλεγχο της άρχουσας τάξης». Κατά συνέπεια οι
μηχανισμοί αυτοί αναπαράγουν καθημερινά τις ιδέες, τις αξίες και τις
προτιμήσεις της άρχουσας τάξης.
Το γεγονός ότι οι
περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν ν’ αντιμετωπίσουν τις περιπλοκές της
εκμετάλλευσής τους, ότι δεν μπορούν ν’ αντιληφθούν την αναγκαστική
διανοητική και προσωπική τους καθήλωση, ότι δεν τολμούν να συνειδητοποιήσουν το
κενό της ζωής τους, ότι δεν γνωρίζουν τον ουσιαστικά κατασταλτικό χαρακτήρα
τόσων πολλών παραγόντων που θεωρούν «ορθολογικούς», «κοινότυπους», «φανερούς» ή
«φυσικούς» (όπως λόγου χάρη η ιεραρχία και η ανισότητα), ότι φοβούνται την
πρωτοβουλία και την αυτενέργεια, τη δημιουργία καινούριων σκέψεων και το
άνοιγμα νέων δρόμων κι ότι είναι πάντα πρόθυμοι ν’ ακολουθήσουν αυτόν ή εκείνο
τον ηγέτη (που τους υπόσχεται το φεγγάρι), αυτό ή εκείνο το κόμμα (που
αναλαμβάνει να μεταβάλει τον κόσμο «εξ ονόματός τους»), οφείλεται στην ύπαρξη ισχυρότατων παραγόντων που υποβάλλουν τη
συμπεριφορά τους από πολύ μικρή ηλικία και παρεμποδίζουν την προώθησή τους σ’
ένα διαφορετικό είδος συνείδησης.
Μαθαίνοντας να υπακούουν στους γονείς τους, τα παιδιά
υποβάλλονται στην έννοια της υποταγής γενικά. Ο σεβασμός και η υπακοή που έμαθε
στο οικογενειακό περιβάλλον θα εκδηλωθούν, όταν το παιδί αντιμετωπίσει κάποιον
«ανώτερο» στην κατοπινή του ζωή. Η σεξουαλική καταπίεση από τους ήδη σεξουαλικά
καταπιεσμένους γονείς αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της διαδικασίας υποβολής.
Για να εξουδετερώσουν ή περιορίσουν τις σεξουαλικές τους
ανάγκες και την εξέγερσή τους ενάντια στους γονείς, αναγκάζονται αρχικά να
υποταχθούν στην καταπιεστική εξουσία των γονιών (μαθαίνοντας έτσι να
υποτάσσονται σε κάθε είδους καταπιεστική εξουσία) και στη συνέχεια να
εσωτερικεύσουν την καταπίεση και να ταυτιστούν μ’ αυτή.
Έτσι, όπως λέει ο Βίλχεμ Ράιχ, «η σεξουαλική καταπίεση
υποβοηθά την πολιτική αντίδραση, όχι μόνο με αυτή τη διαδικασία που κάνει το
μαζικό άτομο παθητικό και απολίτικο, αλλά και προκαλώντας μέσα στη δομή του ένα ενδιαφέρον για τη δραστική υποστήριξη της εξουσιαστικής
τάξης πραγμάτων».
Οι εποχές είναι δύσκολες, υπάρχει κοινωνική δυστυχία,
μεγάλοι αγώνες μάς περιμένουν, αλλά η
προετοιμασία της σεξουαλικής χειραφέτησης είναι μέρος της συνολικής
προετοιμασίας που κάνουμε, για να γκρεμίσουμε την άδικη και βάρβαρη κοινωνία
που ζούμε, φέρνοντας στη θέση της μια κοινωνία ισότητας, ειρήνης και
απελευθέρωσης.
*Ο τίτλος του άρθρου και μέρος του περιεχομένου του
προέρχεται από το εξαιρετικό βιβλίο του Maurice Briton “Το παράλογο στην πολιτική”.